- σαλπάρισμα
- το отчаливание, отплытие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαλπάρισμα — το, Ν [σαλπάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπάρω, η ανέλκυση τής άγκυρας τού πλοίου από τον βυθό 2. (κατ επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση τού πλοίου β) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο … Dictionary of Greek
σαλπάρισμα — το, ατος αναχώρηση πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπαρσις — ἄπαρσις, η (Α) αναχώρηση, ξεκίνημα, απόπλους, σαλπάρισμα … Dictionary of Greek
άπαρση — η σαλπάρισμα, αναχώρηση: Ο πλοίαρχος έδωσε την εντολή για άπαρση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)